υποβόσκω

υποβόσκω
αμτβ., μόνο στον ενεστ. και πρτ.
1. αυξάνομαι ή δυναμώνω στην αφάνεια και ύπουλα, ενισχύομαι ενεργώντας ύπουλα: Υποβόσκει η αναταραχή στις καταπιεσμένες κοινωνίες και θα εκραγεί επανάσταση.
2. ενεργώ κρυφά, κουφοβράζω, κουφοκαίω (κυριολ. για φωτιά και μτφ. για αρρώστια ή σκοτεινά συναισθήματα): Υποβόσκει το μίσος για τους τυράννους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποβόσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποβόσκω : χρησιμοποιείται και η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφράσεις όπως: υποβόσκουσα (→ σε λανθάνουσα κατάσταση αλλά με διαβρωτικά αποτελέσματα) κρίση. Δες και σημείωση υποφώσκω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποβόσκω — ὑποβόσκω ΝΑ νεοελλ. αναπτύσσομαι κάτω από κάτι, δυναμώνω, ενισχύομαι χωρίς να φαίνομαι (α. «η φωτιά υπέβοσκε τρεις μέρες και με τον άνεμο επεκτάθηκε» β. «υποβόσκει εθνική κρίση») αρχ. μέσ. ὑποβόσκομαι κατατρώγω («σάρκα... ὑποβόσκεται ὕδρης ἰός»,… …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποφώσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποφώσκω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το υποβόσκω. Το υποφώσκω σημαίνει → αχνοφέγγω, θαμποφέγγω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”